ἰσημερινός

ἰσημερινός
ἰσ-ημερινός, ή, όν,
A equinoctial, ἀνατολή, δυσμή, Arist.Mete.363a34,b1, cf. Str.2.1.11;

σκιά Hipparch.1.3.6

, cf. Str.2.1.20;

ζῴδιον Ptol.Tetr.31

; ὧραι standard hours (opp. καιρικός, q.v.), each = 1/24 of the νυχθήμερον, Hipparch.1.1.10, Ptol.Alm.2.9, Gal.10.479, etc.; πυρὸς ἰ. wheat sown at that time, Thphr.CP4.11.4; ὁ ἰ. κύκλος celestial equator, Arist.Mete.345a3, Euc.Phaen.p.4M., Plu.2.429f, etc.; ὁ ἰ. (sc. κύκλος), Hipparch.1.10.22, Str.1.1.21, etc.;

ἁψίς Jul.Or.5.168c

; ἰ. χρόνοι time-degrees [each = 4 time-minutes] of the equator, Ptol. Alm.1.16.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἰσημερινός — equinoctial masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… …   Dictionary of Greek

  • ισημερινός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τον ισημερινό ή την ισημερία: Ισημερινά σημεία. ο 1. νοητός κύκλος της Γης, του οποίου το επίπεδο την κόβει κάθετα προς τον άξονα περιστροφής της σε δύο ίσα ημισφαίρια, το βόρειο και το νότιο. 2. νοητός κύκλος,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… …   Dictionary of Greek

  • ἰσημερινά — ἰσημερινός equinoctial neut nom/voc/acc pl ἰσημερινά̱ , ἰσημερινός equinoctial fem nom/voc/acc dual ἰσημερινά̱ , ἰσημερινός equinoctial fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσημερινῶν — ἰσημερινός equinoctial fem gen pl ἰσημερινός equinoctial masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσημερινόν — ἰσημερινός equinoctial masc acc sg ἰσημερινός equinoctial neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσημεριναῖς — ἰσημερινός equinoctial fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσημεριναί — ἰσημερινός equinoctial fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσημερινοῖς — ἰσημερινός equinoctial masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσημερινοί — ἰσημερινός equinoctial masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”