ἰσημερινός — equinoctial masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… … Dictionary of Greek
ισημερινός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τον ισημερινό ή την ισημερία: Ισημερινά σημεία. ο 1. νοητός κύκλος της Γης, του οποίου το επίπεδο την κόβει κάθετα προς τον άξονα περιστροφής της σε δύο ίσα ημισφαίρια, το βόρειο και το νότιο. 2. νοητός κύκλος,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek
ἰσημερινά — ἰσημερινός equinoctial neut nom/voc/acc pl ἰσημερινά̱ , ἰσημερινός equinoctial fem nom/voc/acc dual ἰσημερινά̱ , ἰσημερινός equinoctial fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσημερινῶν — ἰσημερινός equinoctial fem gen pl ἰσημερινός equinoctial masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσημερινόν — ἰσημερινός equinoctial masc acc sg ἰσημερινός equinoctial neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσημεριναῖς — ἰσημερινός equinoctial fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσημεριναί — ἰσημερινός equinoctial fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσημερινοῖς — ἰσημερινός equinoctial masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσημερινοί — ἰσημερινός equinoctial masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)